- ομορφάνθρωπος
- οωραίος άνθρωπος, όμορφος άνδρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομορφάνθρωπος — ο ο ωραίος, όμορφος άνθρωπος, καλοκαμωμένος, καλοκομμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ευμορφάνθρωπος — και ομορφάνθρωπος, ο (για άνδρα) ο όμορφος, ο ωραίος άνθρωπος («ο κουμπάρος ήτο... ευμορφάνθρωπος», Παπαδ.) … Dictionary of Greek
ασίκης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα ομορφάνθρωπος, λεβέντης, παλικάρι: Τον έλεγαν ασίκη και το άξιζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)